ἀνερωτάω
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
A question, c. acc. pers., καί μιν ἀνηρώτων Od.4.251, cf. Pl.R. 454c; ἐμαυτὸν ὑπέρ τινος Id.Ap.22d; τινὰ περί τινος Hdt.9. 89:—Pass., Pl.Grg. 455d.
2 c. acc. rei, inquire into, τὰς δόξας Id.Men.84d,al.
3 c. dupl. acc., question a person about a thing, E.IT664, Ar.Pl.499, Pl.Tht.143d.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. dór. ἀνηρώτευν Theoc.1.81]
preguntar c. ac. de pers. μιν Od.4.251, μιν ... περὶ τῆς στρατιῆς Hdt.9.89, ἡμᾶς αὐτοὺς εἰ ... Pl.R.454c, ὥστε με ἐμαυτὸν ἀνερωτᾶν ὑπὲρ τοῦ χρησμοῦ Pl.Ap.22e, αὐτὸν ὅτου ἔνεκα D.24.158, ὑπ' ἐμοῦ οὖν ἀνερωτώμενος νόμισον καὶ ὑπ' ἐκείνων ἀνερωτᾶσθαι Pl.Grg.455d
•c. ac. de cosa preguntar por τὰς τούτου δόξας Pl.Men.84d
•c. or. complet. πάντες ἀνηρώτευν τί πάθοι κακόν Theoc.l.c.
•c. ac. de pers. y de cosa αὐτοὺς ἀνηρώτων τὰ τῇδε les pregunté por las cosas de aquí Pl.Chrm.153d, τὰ ἐκεῖ ἄν σε καὶ περὶ ἐκείνων ἀνηρώτων Pl.Tht.143d, μηδὲν ταύτην γ' ἀνερώτα Ar.Pl.499
•c. dos ac. de pers. ἀνηρώτα τέ με γυναῖκα παῖδας τε me preguntó por (su) mujer y (sus) hijos E.IT 664
•abs., Luc.Pisc.11.
German (Pape)
[Seite 226] wiederholt fragen, ausfragen, τινά, Od. 4, 251; ἀνηρώτεον Theocr. 1, 81; oft bei Plato u. sonst; Dem. 94, 158; auch τί, z. B. τὰς τούτου δόξας Plat. Men. 84 d. Dah. auch τινά τι, μηδὲν ταύτην ἀνερώτα Ar. Pl. 499; vgl. Plat. Theaet. 143 d.
French (Bailly abrégé)
ἀνερωτῶ :
questionner : τινα qqn ; τι ou περί τινος sur qch ; τινά τι demander qch à qqn.
Étymologie: ἀνά, ἐρωτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνερωτάω: ион. ἀνειρωτάω (рас)спрашивать (περί τινος Her. и τι Plat.; τινά τι и τινα ὑπέρ τινος Eur., Arph., Plat.; ἀνηρώτα τι βούλοιντο Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερωτάω: μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ ἀνείρομαι, 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ ἢ ἐξετάζω τινά, καί μιν ἀνηρώτων Ὀδ. Δ. 251, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 454C· τινὰ ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22D, κτλ.: - Παθ., ὁ αὐτ. Γοργ. 455D. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐρωτῶ περί τινος, ἐξετάζω τι, τὰς δόξας ὁ αὐτ. Μένων 84D, καὶ ἀλλ.· ὡσαύτως ἀν. περί τινος Ἡρόδ. 9. 89. 3) μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Τ. 664, Ἀριστοφ. Πλ. 499, Πλάτ. Θεαίτ. 143D.
English (Autenrieth)
only ipf. ἀνειρώτων (-ηρ-), questioned repeatedly, Od. 4.251†.
Greek Monotonic
ἀνερωτάω: μέλ. -ήσω, όπως το ἀνέρομαι·
1. με αιτ. προσ., ρωτώ ή εξετάζω για, ανακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
2. με αιτ. πράγμ., ρωτώ, ζητώ πληροφορίες για, σε Πλάτ.· ομοίως, ἀν. περί τινος, σε Ηρόδ.
3. με διπλή αιτ., ανακρίνω κάποιον για κάτι, τον ρωτώ για αυτό, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
1. c. acc. pers. to ask or inquire of, question, Od., Plat.
2. c. acc. rei, to ask about, inquire into, Plat.; so, ἀν. περί τινος Hdt.
3. c. dupl. acc. to question a person about a thing, ask it of him, Eur., Ar.