προσανερωτάω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανερωτάω Medium diacritics: προσανερωτάω Low diacritics: προσανερωτάω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΡΩΤΑΩ
Transliteration A: prosanerōtáō Transliteration B: prosanerōtaō Transliteration C: prosanerotao Beta Code: prosanerwta/w

English (LSJ)

ask or inquire further, π. ὁποῖα… Pl.Men.74c, cf. Ruf.Interrog.3, Gal. 11.188.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu befragen; Plat. Men. 74 c; Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

προσανερωτῶ :
questionner en outre.
Étymologie: πρός, ἀνερωτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανερωτάω bovendien vragen.

Russian (Dvoretsky)

προσανερωτάω: сверх того спрашивать: καὶ εἴ γε προσανηρώτα σε, ὁποῖα, ἔλεγες ἄν; Plat. ну, а если я тебя спрошу еще, какие именно (фигуры), скажешь ты?

Greek Monotonic

προσανερωτάω: μέλ. -ήσω, ρωτώ ή ζητώ να μάθω περισσότερα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσανερωτάω: ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ περαιτέρω, προσέτι, πρ. ὁποῖα..., Πλάτ. Μένων 74C· εἰ... Κλήμ. Ἀλ. 919.

Middle Liddell

fut. ήσω
to ask or inquire further, Plat.