προσδιαλέγομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδιαλέγομαι:''' αποθ., [[απαντώ]] σε [[συζήτηση]] ή [[λογομαχία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσδιαλέγομαι:''' αποθ., [[απαντώ]] σε [[συζήτηση]] ή [[λογομαχία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδιαλέγομαι:''' <b class="num">1)</b> участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;<br /><b class="num">2)</b> заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.).
}}
}}

Revision as of 02:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαλέγομαι Medium diacritics: προσδιαλέγομαι Low diacritics: προσδιαλέγομαι Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΛΕΓΟΜΑΙ
Transliteration A: prosdialégomai Transliteration B: prosdialegomai Transliteration C: prosdialegomai Beta Code: prosdiale/gomai

English (LSJ)

   A answer in conversation or disputation, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Hdt.3.50, cf. 52, Pl.Tht.161b, Eus.Mynd.1; ὁ προσδιαλεγόμενος Pl.Prt.342e, Sph.218a, Arist.SE165b15.    2 simply, hold converse with, θεοῖς π. εὐχαῖς Pl.Lg.887e; negotiate with, τοῖς ἀνθρώποις PSI4.344.3,7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 755] (s. λέγω), sich unterreden, τινί, mit Einem, indem man auf seine Fragen antwortet; διαλεγομένῳ οὐ προσδιαλέγεσθαι, dem Anredenden nicht antworten, Her. 3, 50; ὁ προσδιαλεγόμενος, der, mit dem man sich unterhält, und der auf die Fragen antwortet, Plat. Soph. 217 c Theaet. 161 b u. öfter; auch = anreden, θεοῖς εὐχαῖς προσδιαλεγόμενοι καὶ ἱκετείαις, Legg. X, 887 e; Sp., wie Plut. Pyrrh. 16.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαλέγομαι: ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) ἁπλῶς, διαλέγομαι πρός τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.

French (Bailly abrégé)

f. προσδιαλέξομαι, ao. προσδιελέχθην, etc.
s’entretenir avec, particul. répondre à (dans une conversation ou une discussion), τινι.
Étymologie: πρός, διαλέγομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συνδιαλέγομαι, συνομιλώ
2. προσφωνώ, προσαγορεύω
3. συναλλάσσομαι με κάποιον.

Greek Monotonic

προσδιαλέγομαι: αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσδιαλέγομαι: 1) участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;
2) заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.).