προσιππεύω: Difference between revisions
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσιππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ιππεύω]] [[εναντίον]], [[εφορμώ]], κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''προσιππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ιππεύω]] [[εναντίον]], [[εφορμώ]], κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσιππεύω:''' подъезжать верхом, aor. прискакать (τινί Plut.): οἱ ἱππῆς προσιππεύοντες ᾗ δοκοῖ προσέβαλλον Thuc. (халкидонские) всадники совершали конные атаки всюду, где считали возможным. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A ride up to, charge, Th.2.79; τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, etc., Plu.Pyrrh.16, Mar.25, etc.
German (Pape)
[Seite 766] hinzu-, hinanreiten, Thuc. 2, 79 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσιππεύω: ἱππεύω πρός..., ἐπιπίπτω, κάμνω ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.
French (Bailly abrégé)
aller à cheval auprès de, τινι.
Étymologie: πρός, ἱππεύω.
Greek Monolingual
Α ἱππεύω
τρέχω έφιππος εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο.
Greek Monotonic
προσιππεύω: μέλ. -σω, ιππεύω εναντίον, εφορμώ, κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσιππεύω: подъезжать верхом, aor. прискакать (τινί Plut.): οἱ ἱππῆς προσιππεύοντες ᾗ δοκοῖ προσέβαλλον Thuc. (халкидонские) всадники совершали конные атаки всюду, где считали возможным.