προσερίζω: Difference between revisions
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσερίζω:''' Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. <i>-σω</i>, [[μάχομαι]] μαζί ή [[εναντίον]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''προσερίζω:''' Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. <i>-σω</i>, [[μάχομαι]] μαζί ή [[εναντίον]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσερίζω:''' дор. [[ποτερίσδω]] спорить, бороться (τινι Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. ποτερίσδω,
A strive with or against, αὐτόθε μοι ποτέρισδε Theoc.5.60, cf. Lyr.Alex.Adesp.37.1; τινὶ περί τινος Longus 4.2. II provoke to anger, Aq.Ex.23.21, al., Aq.Sm.De.9.7, al.
German (Pape)
[Seite 762] noch dazu, dabei streiten, gegen Einen, τινί, Theocr. 5, 60 u. in Prosa; προσηρίκασιν ἀλλήλοις Arist. H. A. 5, 1; Sp., wie Longin. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσερίζω: Δωρ. ποτερίσδω, ἐρίζω πρός τινα, αὐτόθι μοι ποτέρισδε Θεόκρ. 5. 60. ΙΙ. ἐρεθίζω εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
1 intr. se disputer encore ou en outre contre, τινι;
2 s’irriter.
Étymologie: πρός, ἐρίζω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτερίσδω Α
1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους
2. εξοργίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»].
Greek Monotonic
προσερίζω: Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. -σω, μάχομαι μαζί ή εναντίον, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
προσερίζω: дор. ποτερίσδω спорить, бороться (τινι Theocr.).