προσφευκτέον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσφευκτέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει [[κάποιος]] να του ασκήσει [[επιπλέον]] [[δίωξη]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφευκτέον:''' adj. verb. к [[προσφεύγω]].
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφευκτέον Medium diacritics: προσφευκτέον Low diacritics: προσφευκτέον Capitals: ΠΡΟΣΦΕΥΚΤΕΟΝ
Transliteration A: prospheuktéon Transliteration B: prospheukteon Transliteration C: prosfefkteon Beta Code: prosfeukte/on

English (LSJ)

   A one must be liable to a prosecution besides, D.37.38 (or divisim).

Greek (Liddell-Scott)

προσφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν προσέτι, Δημ. 977. 27.

Greek Monotonic

προσφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να του ασκήσει επιπλέον δίωξη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσφευκτέον: adj. verb. к προσφεύγω.