πρόχωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(35) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[προχωννύω]]<br />[[προβλήτα]], [[μώλος]]. | |mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[προχωννύω]]<br />[[προβλήτα]], [[μώλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόχωσις:''' εως ἡ Plut. v. l. = [[πρόσχωσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:12, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A promontory, embankment, mole, Aristid.Or.46 (3).17, Philostr.VS2.23.3.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Vordämmen, Sp., wie Plut. fac. orb. lun. 26.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχωσις: ἡ, συχν. διάφ. γραφ. ἀντὶ πρόσχωσις, π.χ. ἐν Φιλοστρ. 606.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
terrassement ou remblai de fortification.
Étymologie: προχώννυμι.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α προχωννύω
προβλήτα, μώλος.
Russian (Dvoretsky)
πρόχωσις: εως ἡ Plut. v. l. = πρόσχωσις.