πωλοδαμνέω: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πωλοδαμνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δαμάζω]] και [[εκπαιδεύω]] νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[παιδαγωγώ]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πωλοδαμνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δαμάζω]] και [[εκπαιδεύω]] νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[παιδαγωγώ]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πωλοδαμνέω:''' <b class="num">1)</b> объезжать жеребцов, обучать лошадей (Eur., Xen.; ἵπποι [[καλῶς]] πωλοδαμνηθέντες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> воспитывать, формировать (τινα ἐν νόμοις πατρός Plut.; τὴν νεότητα Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A break young horses, E.Rh.187,624, X.Oec.3.10; ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Plu.2.2e. 2 metaph., train, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν S.Aj.549; π. τὴν νεότητα Luc.Am.45; νεότης πωλοδαμνεῖται Plu.2.13e.
German (Pape)
[Seite 827] ein Fohlen bändigen, ein junges Pferd abrichten und zureiten; π ωλοδαμνήσας, Eur. Rhes. 187. 624; Luc. amor. 15; Plut.; u. übertr., erziehen, αὐτίκ' ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, Soph. Ai. 545.
Greek (Liddell-Scott)
πωλοδαμνέω: δαμάζω καὶ ἐκγυμνάζω νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ πωλεύω, παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· νεότης πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 dompter des poulains ; en gén. dresser de jeunes chevaux;
2 p. ext. dresser, former, fig.
Étymologie: πωλοδάμνης.
Greek Monotonic
πωλοδαμνέω: μέλ. -ήσω,
1. δαμάζω και εκπαιδεύω νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν.
2. μεταφ., παιδαγωγώ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πωλοδαμνέω: 1) объезжать жеребцов, обучать лошадей (Eur., Xen.; ἵπποι καλῶς πωλοδαμνηθέντες Plut.);
2) воспитывать, формировать (τινα ἐν νόμοις πατρός Plut.; τὴν νεότητα Luc.).