ῥιψαύχην: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(36) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που υψώνει [[ψηλά]] τον αυχένα<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[υπερήφανος]], [[αλαζονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>αύχην</i>, <i>στρεψ</i>-<i>αύχην</i>)]. | |mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που υψώνει [[ψηλά]] τον αυχένα<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[υπερήφανος]], [[αλαζονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>αύχην</i>, <i>στρεψ</i>-<i>αύχην</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥιψαύχην:''' χενος adj. закинувший назад голову, т. е. исступленный ([[κλόνος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A tossing the neck (or head), properly of horses: metaph., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Pi.Dith.Oxy.1604 ii 13.
German (Pape)
[Seite 846] ὁ, ἡ, den Nacken werfend, bäumend, b.s. vom Pferde, auch von muthigen, trotzigen, hoffartigen Menschen, ἀλαλαί τε ὀρινόμεναι ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ, Pind. frg. 224.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψώνων τὸν αὐχένα, κυρίως ἐπὶ ἵππων· μεταφορ., ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Πινδ. Ἀποσπ. 224· πρβλ. ὑψαύχην, ἐριαύχην.
English (Slater)
ῥιψαύχην
1 in which the neck is tossed ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ (sic codd. Plutarchi 706e, 714c: ἐριαύχενι Plut. 623b: ὑψαύχενι Π.) Δ. 2. 13.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, Α
1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα
2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μεγαλ-αύχην, στρεψ-αύχην)].
Russian (Dvoretsky)
ῥιψαύχην: χενος adj. закинувший назад голову, т. е. исступленный (κλόνος Pind.).