πυρίφλογος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυρόφλογος]], -ον, Α<br />αυτός που εκβάλλει φλόγες, [[φλογερός]] («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φλογος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φλογος</i>].
|mltxt=και [[πυρόφλογος]], -ον, Α<br />αυτός που εκβάλλει φλόγες, [[φλογερός]] («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φλογος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φλογος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρίφλογος:''' огненный, пылающий (ἡλίου βολαί Emped.).
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίφλογος Medium diacritics: πυρίφλογος Low diacritics: πυρίφλογος Capitals: ΠΥΡΙΦΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pyríphlogos Transliteration B: pyriphlogos Transliteration C: pyriflogos Beta Code: puri/flogos

English (LSJ)

ον,

   A flaming with fire, Emp.Sphaer.113.

German (Pape)

[Seite 823] feuerflammend, ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις, Empedocl. sphaera 112.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίφλογος: -ον, ἀναδίδων φλόγας ὡς τὸ πῦρ, Ἐμπεδ. Σφαιρ. 112.

Greek Monolingual

και πυρόφλογος, -ον, Α
αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. ά-φλογος, πολύ-φλογος].

Russian (Dvoretsky)

πῠρίφλογος: огненный, пылающий (ἡλίου βολαί Emped.).