σαρκολιπής: Difference between revisions

From LSJ

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαρκολῐπής:''' -ές ([[λιπεῖν]]), αυτός που του λείπει [[σάρκα]], [[λιπόσαρκος]], [[ισχνός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σαρκολῐπής:''' -ές ([[λιπεῖν]]), αυτός που του λείπει [[σάρκα]], [[λιπόσαρκος]], [[ισχνός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκολῐπής:''' лишенный мяса ([[πλευρά]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκολῐπής Medium diacritics: σαρκολιπής Low diacritics: σαρκολιπής Capitals: ΣΑΡΚΟΛΙΠΗΣ
Transliteration A: sarkolipḗs Transliteration B: sarkolipēs Transliteration C: sarkolipis Beta Code: sarkoliph/s

English (LSJ)

ές,

   A forsaken by flesh, πλευρά AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 863] ές, von Fleisch verlassen, entblößt, dah. mager, hager, πλευρά Philp. 67 (VII, 383).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολῐπής: -ές, = λιπόσαρκος, ἰσχνός, ὀλιγόσαρκος, πλευρὰ Ἀνθ. Π. 7. 383.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
décharné.
Étymologie: σάρξ, λείπω.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο-λιπής, ψυχο-λιπής].

Greek Monotonic

σαρκολῐπής: -ές (λιπεῖν), αυτός που του λείπει σάρκα, λιπόσαρκος, ισχνός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σαρκολῐπής: лишенный мяса (πλευρά Anth.).