σανδαλοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[θήκη]] για την [[τοποθέτηση]] ή για τη [[φύλαξη]] σανδαλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάνδαλον]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[θήκη]] για την [[τοποθέτηση]] ή για τη [[φύλαξη]] σανδαλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάνδαλον]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''σανδᾰλοθήκη:''' ἡ хранилище обуви Men.
}}
}}

Revision as of 03:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰλοθήκη Medium diacritics: σανδαλοθήκη Low diacritics: σανδαλοθήκη Capitals: ΣΑΝΔΑΛΟΘΗΚΗ
Transliteration A: sandalothḗkē Transliteration B: sandalothēkē Transliteration C: sandalothiki Beta Code: sandaloqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A sandal-case, Men.333.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, Behältniß für die σάνδαλα, Menand. bei Poll. 7, 87. 10, 50.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰλοθήκη: ἡ, θήκη σανδαλίων, Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 3.

Greek Monolingual

ἡ, Α
θήκη για την τοποθέτηση ή για τη φύλαξη σανδαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + θήκη.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰλοθήκη: ἡ хранилище обуви Men.