σιτηγός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτηγός:''' -όν ([[ἄγω]]), = [[σιταγωγός]], σε Δημ.
|lsmtext='''σῑτηγός:''' -όν ([[ἄγω]]), = [[σιταγωγός]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτηγός:''' доставляющий хлеб, продовольственный (πλοῖα Dem., Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηγός Medium diacritics: σιτηγός Low diacritics: σιτηγός Capitals: ΣΙΤΗΓΟΣ
Transliteration A: sitēgós Transliteration B: sitēgos Transliteration C: sitigos Beta Code: sithgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω)

   A = σιταγωγός, σ. πλοῖα D.50.20, D.S.20.5; σ. τι (sc. πλοῖον) PCair.Zen.31.2 (iii B.C.); τὰ σ. (sc. πλοῖα) Plu. Galb.13.

German (Pape)

[Seite 885] = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγός: -όν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui sert au transport du blé ou des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.

Greek Monolingual

-όν, Α
(για πλοίο) σιταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

σῑτηγός: -όν (ἄγω), = σιταγωγός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγός: доставляющий хлеб, продовольственный (πλοῖα Dem., Plut.).