σκινδαλαμοφράστης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' -ου, ὁ, [[λεπτολόγος]], αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», [[σχολαστικός]], [[φλύαρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' -ου, ὁ, [[λεπτολόγος]], αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», [[σχολαστικός]], [[φλύαρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδᾰλᾰμοφράστης Medium diacritics: σκινδαλαμοφράστης Low diacritics: σκινδαλαμοφράστης Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΦΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: skindalamophrástēs Transliteration B: skindalamophrastēs Transliteration C: skindalamofrastis Beta Code: skindalamofra/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A straw-splitter, AP11.354 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).

Greek (Liddell-Scott)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, λεπτολόγος, σοφιστής, Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui ne dit que des subtilités.
Étymologie: σκινδάλαμος, φράζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σχινδαλαμοφράστης.

Greek Monotonic

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, λεπτολόγος, αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», σχολαστικός, φλύαρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.