στοιχειωτικός: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[στοιχειωτής]]<br />[[στοιχειώδης]] («στοιχειωτικὴ παίδων [[διδασκαλία]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαγικός]] («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη [[σειρά]] ή [[τάξη]] («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς [[λόγος]]», Παύλ.). | |mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[στοιχειωτής]]<br />[[στοιχειώδης]] («στοιχειωτικὴ παίδων [[διδασκαλία]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαγικός]] («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη [[σειρά]] ή [[τάξη]] («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς [[λόγος]]», Παύλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στοιχειωτικός:''' первичный, элементарный, основной Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A elementary, Epicur.Fr.242. 2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.l.3.
German (Pape)
[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ στοιχειωτής
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).
Russian (Dvoretsky)
στοιχειωτικός: первичный, элементарный, основной Diog. L.