σουδάριον: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σουδάριον:''' τό, Λατ. sudārium, [[κάλυμμα]] κεφαλής, κεφαλομάντηλο, [[κεφαλόδεσμος]], [[τσεμπέρι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''σουδάριον:''' τό, Λατ. sudārium, [[κάλυμμα]] κεφαλής, κεφαλομάντηλο, [[κεφαλόδεσμος]], [[τσεμπέρι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σουδάριον:''' τό (лат. [[sudarium]]) платок NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,= Lat.
A sudārium, towel, napkin, Ev.Luc.19.20, Ev.Jo.11.44, CPR1.27.7 (ii A.D.), Supp.Epigr.7.417 (Dura), Poll.7.71; σ. ὁλόλιτον PMag.Ost.1.269 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 913] τό, das lat. sudarium, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σουδάριον: τό, τὸ Λατ. sudãrium, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 20, κ. Ἰω. ια΄, 44, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 71· ἀλλ’ ὁ Δωρ. τύπος σωδάριον ἀπαντᾷ ἤδη παρ’ Ἑρμίππῳ ἐν Ἀδήλ. 8.
Spanish
English (Strong)
of Latin origin; a sudarium (sweat-cloth), i.e. towel (for wiping the perspiration from the face, or binding the face of a corpse): handkerchief, napkin.
English (Thayer)
σουδαριου, τό (a Latin word, sudarium, from sudor, sweat; cf. Buttmann, 18 (16)), a handkerchief, i. e. a cloth for wiping the perspiration from the face and for cleaning the nose: A. V. napkin), BB. DD., under the word <TOPIC:Handkerchief>.)
Greek Monotonic
σουδάριον: τό, Λατ. sudārium, κάλυμμα κεφαλής, κεφαλομάντηλο, κεφαλόδεσμος, τσεμπέρι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σουδάριον: τό (лат. sudarium) платок NT.