συμπεριτυγχάνω: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον. | |mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπεριτυγχάνω:''' случайно наталкиваться, натыкаться (τινί Xen. - v. l. к [[συντυγχάνω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A fall in with at the same time, τινι v.l. in X.An. 7.8.22.
German (Pape)
[Seite 986] (s. τυγχάνω), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριτυγχάνω: περιτυγχάνω, συναντῶ ὁμοῦ συγχρόνως, νεανίσκοι τρεῖς κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.
French (Bailly abrégé)
se rencontrer avec, rencontrer en même temps.
Étymologie: σύν, περιτυγχάνω.
Greek Monolingual
Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
Greek Monolingual
Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριτυγχάνω: случайно наталкиваться, натыкаться (τινί Xen. - v. l. к συντυγχάνω).