συνδιανοέομαι: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιανοέομαι:''' αποθ., [[συσκέπτομαι]], [[διαβουλεύομαι]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συνδιανοέομαι:''' αποθ., [[συσκέπτομαι]], [[διαβουλεύομαι]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιανοέομαι:''' вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν . . Id.31.12.7.
German (Pape)
[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.
French (Bailly abrégé)
-οοῦμαι;
délibérer avec.
Étymologie: σύν, διανοέομαι.
Greek Monotonic
συνδιανοέομαι: αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιανοέομαι: вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.).