συνεπικουφίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπικουφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ελαφρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] συγχρόνως, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[ανακούφιση]], [[ανακουφίζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''συνεπικουφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ελαφρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] συγχρόνως, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[ανακούφιση]], [[ανακουφίζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπικουφίζω:''' <b class="num">1)</b> одновременно облегчать: τοῖς φελλοῖς τὸ [[σῶμα]] σ. Plut. плыть с помощью пробкового пояса (досл. облегчать тело пробкой);<br /><b class="num">2)</b> перен. помогать поднять, возбуждать, ободрять (τοὺς φύσει μικρούς Plut.).
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικουφίζω Medium diacritics: συνεπικουφίζω Low diacritics: συνεπικουφίζω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: synepikouphízō Transliteration B: synepikouphizō Transliteration C: synepikoufizo Beta Code: sunepikoufi/zw

English (LSJ)

   A lighten at the same time, Plu.Cam.25, Gal.19.245.    II help in relieving, Ph.2.364; raise aloft, metaph., τοῖς φρονήμασιν Plu.Eum.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικουφίζω: ἐπικουφίζω, ἐλαφρύνω συγχρόνως, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἀνακούφισιν, Φίλων 2. 364, Πλουτ. Εὐμέν. 9.

French (Bailly abrégé)

1 alléger en même temps;
2 aider à alléger.
Étymologie: σύν, ἐπικουφίζω.

Greek Monolingual

Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].

Greek Monolingual

Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].

Greek Monotonic

συνεπικουφίζω: μέλ. -σω,
I. ελαφρύνω κάποιον ή κάτι συγχρόνως, σε Πλούτ.
II. συμβάλλω στην ανακούφιση, ανακουφίζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικουφίζω: 1) одновременно облегчать: τοῖς φελλοῖς τὸ σῶμα σ. Plut. плыть с помощью пробкового пояса (досл. облегчать тело пробкой);
2) перен. помогать поднять, возбуждать, ободрять (τοὺς φύσει μικρούς Plut.).