συνεπικουφίζω: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπικουφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ελαφρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] συγχρόνως, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[ανακούφιση]], [[ανακουφίζω]], στον ίδ. | |lsmtext='''συνεπικουφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ελαφρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] συγχρόνως, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[ανακούφιση]], [[ανακουφίζω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπικουφίζω:''' <b class="num">1)</b> одновременно облегчать: τοῖς φελλοῖς τὸ [[σῶμα]] σ. Plut. плыть с помощью пробкового пояса (досл. облегчать тело пробкой);<br /><b class="num">2)</b> перен. помогать поднять, возбуждать, ободрять (τοὺς φύσει μικρούς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A lighten at the same time, Plu.Cam.25, Gal.19.245. II help in relieving, Ph.2.364; raise aloft, metaph., τοῖς φρονήμασιν Plu.Eum.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικουφίζω: ἐπικουφίζω, ἐλαφρύνω συγχρόνως, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἀνακούφισιν, Φίλων 2. 364, Πλουτ. Εὐμέν. 9.
French (Bailly abrégé)
1 alléger en même temps;
2 aider à alléger.
Étymologie: σύν, ἐπικουφίζω.
Greek Monolingual
Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].
Greek Monolingual
Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].
Greek Monotonic
συνεπικουφίζω: μέλ. -σω,
I. ελαφρύνω κάποιον ή κάτι συγχρόνως, σε Πλούτ.
II. συμβάλλω στην ανακούφιση, ανακουφίζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικουφίζω: 1) одновременно облегчать: τοῖς φελλοῖς τὸ σῶμα σ. Plut. плыть с помощью пробкового пояса (досл. облегчать тело пробкой);
2) перен. помогать поднять, возбуждать, ободрять (τοὺς φύσει μικρούς Plut.).