συνθήγω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(nl)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-θήγω geheel scherpen, geheel wetten: perf. pass.. ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας met een door woede gescherpt verstand Eur. Hipp. 689.
|elnltext=συν-θήγω geheel scherpen, geheel wetten: perf. pass.. ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας met een door woede gescherpt verstand Eur. Hipp. 689.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθήγω:''' обострять: ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Eur. распаленный гневом.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθήγω Medium diacritics: συνθήγω Low diacritics: συνθήγω Capitals: ΣΥΝΘΗΓΩ
Transliteration A: synthḗgō Transliteration B: synthēgō Transliteration C: synthigo Beta Code: sunqh/gw

English (LSJ)

   A sharpen, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας E.Hipp.689.

Greek (Liddell-Scott)

συνθήγω: συνακονῶ, μεταφ. συμπαροξύνω, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Εὐρ. Ἱππ. 689.

French (Bailly abrégé)

aiguiser, exciter fortement.
Étymologie: σύν, θήγω.

Greek Monolingual

Α
1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο
2. παθ. συνθήγομαι
μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θήγω «οξύνω, ακονίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θήγω geheel scherpen, geheel wetten: perf. pass.. ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας met een door woede gescherpt verstand Eur. Hipp. 689.

Russian (Dvoretsky)

συνθήγω: обострять: ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Eur. распаленный гневом.