ταριχευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρῑχευτής:''' -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής [[νεκρών]] σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τᾰρῑχευτής:''' -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής [[νεκρών]] σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρῑχευτής:''' οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod.
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχευτής Medium diacritics: ταριχευτής Low diacritics: ταριχευτής Capitals: ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΣ
Transliteration A: taricheutḗs Transliteration B: taricheutēs Transliteration C: taricheftis Beta Code: tarixeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91.    2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ταριχεύω
1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα.

Greek Monotonic

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής νεκρών σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχευτής: οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod.