τεκνοῦς: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεκνοῦς:''' -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί [[τεκνόεις]], <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>, που έχει γεννήσει [[παιδιά]], σε Σοφ. | |lsmtext='''τεκνοῦς:''' -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί [[τεκνόεις]], <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>, που έχει γεννήσει [[παιδιά]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεκνοῦς:''' οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦσσα, οῦν, contr. for τεκνόεις, εσσα, εν,
A having children, ἄνανδρος ἢ τεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς) ; οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.
German (Pape)
[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.
Greek Monolingual
-οῦσσα, -οῦν και τεκνόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. -οῦς (< -όεις με συναίρεση, βλ. και λ. -όεις)].
Greek Monotonic
τεκνοῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τεκνόεις, -εσσα, -εν, που έχει γεννήσει παιδιά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.