τετραμοιρία: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρᾰμοιρία:''' ἡ, [[τετραπλή]] [[μερίδα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''τετρᾰμοιρία:''' ἡ, [[τετραπλή]] [[μερίδα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρᾰμοιρία:''' ἡ вчетверо большее количество, четверной пай Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:41, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A a fourfold portion, X.An.7.2.36, 7.6.1.
German (Pape)
[Seite 1098] ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλῆ μερίς, τὸ τετραπλοῦν, τῷ μὲν στρατιώτῃ Κυζικηνόν, τῷ δὲ λογαχῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, δηλ. τέσσαρας Κυζικηνοὺς στατῆρας, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 36., 6. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
part quadruple.
Étymologie: τετράμοιρος.
Greek Monolingual
ἡ, Α τετράμοιρος
τέσσερεις φορές μεγαλύτερη μοίρα ή μερίδα.
Greek Monotonic
τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλή μερίδα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰμοιρία: ἡ вчетверо большее количество, четверной пай Xen.