τετευχῆσθαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετευχῆσθαι:''' Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., σχημ. από το ουσ. <i>τεύχεα</i>, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τετευχῆσθαι:''' Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., σχημ. από το ουσ. <i>τεύχεα</i>, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετευχῆσθαι:''' inf. pf. pass. к [[τευχέω]].
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετευχῆσθαι Medium diacritics: τετευχῆσθαι Low diacritics: τετευχήσθαι Capitals: ΤΕΤΕΥΧΗΣΘΑΙ
Transliteration A: teteuchē̂sthai Transliteration B: teteuchēsthai Transliteration C: tetefchisthai Beta Code: teteuxh=sqai

English (LSJ)

(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use,

   A to be armed, Od.22.104.

Greek (Liddell-Scott)

τετευχῆσθαι: Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «τετευχῆσθαι, καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.

English (Autenrieth)

(τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< τετευχέσ-θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ. τετελέσθαι του τελῶ < τέλος). Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό κατά το συνηρ. σε -έω / -].

Greek Monotonic

τετευχῆσθαι: Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με σημασία ενεστ., σχημ. από το ουσ. τεύχεα, χωρίς ενεστ. σε χρήση, είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τετευχῆσθαι: inf. pf. pass. к τευχέω.