τελεοδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(41) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Α<br />αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη [[διαδρομή]] («ἦν γὰρ [[ἀκέντητος]] [[τελεοδρόμος]]», Ασκληπιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] / [[τέλεος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐθυ</i>-[[δρόμος]])]. | |mltxt=ο, Α<br />αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη [[διαδρομή]] («ἦν γὰρ [[ἀκέντητος]] [[τελεοδρόμος]]», Ασκληπιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] / [[τέλεος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐθυ</i>-[[δρόμος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τελεοδρόμος:''' заканчивающий свой бег Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A completing the course, AP5.202 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 1085] den Lauf vollendend, Asclpds. 30 (XII, 203).
Greek (Liddell-Scott)
τελεοδρόμος: -ον, ὁ συμπληρῶν τὸν δρόμον, τελειώνων αὐτόν, Ἀνθ. Π. 5. 203.
Greek Monolingual
ο, Α
αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυ-δρόμος)].
Russian (Dvoretsky)
τελεοδρόμος: заканчивающий свой бег Anth.