ὑπειδόμην: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπειδόμην:''' Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. <i>-ιδέσθαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]] από [[κάτω]], [[κοιτάζω]], [[ατενίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δυσπιστώ]], [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.· το [[ὑφοράω]] χρησιμ. ως ενεστ. | |lsmtext='''ὑπειδόμην:''' Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. <i>-ιδέσθαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]] από [[κάτω]], [[κοιτάζω]], [[ατενίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δυσπιστώ]], [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.· το [[ὑφοράω]] χρησιμ. ως ενεστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπειδόμην:''' aor. 2 med. к [[ὑφοράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
aor. Med. (inf. ὑπιδέσθαι, part. ὑπιδόμενος, in codd. freq. written ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, as if from a pres. ὑπείδομαι, which is found in late Gr., v. infr. 111):—
A view from below, behold, E. Supp.694; of a prophetic vision, τὴν τύχην θ' ὑπειδόμην τὴν σήν, ἃ πείσῃ τ' . . Id.Hyps.Fr.60.37. II metaph., mistrust, suspect, Id.Ion1023, Plb.1.66.6, etc. 2 perceive, detect, ὡς . . Dam.Pr. 429. III seem, ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν which he appears to mean, ib.345.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπειδόμην: μέσ. ἀόρ. (ἀπαρ. ὑπιδέσθαι, μετοχ. ὑπιδόμενος, ἐν τοῖς ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, ὡς ἐξ ἐνεστ. ὑπείδομαι, ὅστις δέν εὑρίσκεται)· - θεωρῶ κάτωθεν, θεωρῶ, παρατηρῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 694. ΙΙ. μεταφορ., ὑποπτεύω, δυσπιστῶ, Λατ. suspicari, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1023, Πολύβ. 1. 66, 6, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Moy. de ὑφοράω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ανακαλύπτω
2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω
2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἶδον / εἰδόμην. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. ὑφορῶ].
Greek Monotonic
ὑπειδόμην: Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. -ιδέσθαι,
I. βλέπω, παρατηρώ από κάτω, κοιτάζω, ατενίζω, σε Ευρ.
II. μεταφ., δυσπιστώ, υποπτεύομαι, στον ίδ.· το ὑφοράω χρησιμ. ως ενεστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπειδόμην: aor. 2 med. к ὑφοράω.