ὑπαισχύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπαισχύνομαι:''' [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, [[ντρέπομαι]] κάπως, λίγο, <i>τινάτι</i>, λέγεται για [[κάτι]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπαισχύνομαι:''' [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, [[ντρέπομαι]] κάπως, λίγο, <i>τινάτι</i>, λέγεται για [[κάτι]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπαισχύνομαι:''' несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῡν], Pass.,
A to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Pl.La.179c.
German (Pape)
[Seite 1180] pass., sich etwas schämen, Plat. Lach. 179 c, τινά, vor Einem.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαισχύνομαι: Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.
French (Bailly abrégé)
éprouver un peu de honte ou de confusion.
Étymologie: ὑπό, αἰσχύνομαι.
Greek Monolingual
Α
ντρέπομαι λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰσχύνομαι].
Greek Monotonic
ὑπαισχύνομαι: [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, ντρέπομαι κάπως, λίγο, τινάτι, λέγεται για κάτι ενώπιον, μπροστά σε κάποιον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαισχύνομαι: несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л.