ὑπεραλγέω: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερᾰλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[νιώθω]] πόνο για ή εξαιτίας, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> θλίβομαι υπερβολικά, <i>τινί</i> για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑπερᾰλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[νιώθω]] πόνο για ή εξαιτίας, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> θλίβομαι υπερβολικά, <i>τινί</i> για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεραλγέω:''' <b class="num">1)</b> чрезмерно или глубоко сокрушаться: ὑ. τινι Her. и ἐπί τινι Luc. тяжело скорбеть о ком(чем)-л.; ὑ. ἀλγοῦντι Arst. выражать скорбящему преувеличенное сострадание; μὴ ὑπαράλγει φροντίδα λύπᾳ Eur. не предавайся столь страшному отчаянию;<br /><b class="num">2)</b> сокрушаться по (какому-л.) поводу: ὑ. τινος Soph., Eur., Arph. сокрушаться из-за кого(чего)-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A feel pain for or because of, ἀπάτης S.Ant.630 (anap.), cf. E.Alc.883 (anap.), Hipp.260 (anap.), Ar.Av.466 (anap.). 2 grieve exceedingly, τινι αί a thing, Hdt.2.129, Arist.Rh.1380b33; ἐπί τινι Luc.Asin.38: abs., E.Med.118 (anap.); ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Arist.Rh.1383b33; ὑ. φροντίδα in mind, E.Heracl.619 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1190] 1) sich betrüben, Schmerz empfinden über Etwas, τινός, Soph. Ant. 626; Ar. Av. 466; Bei Sp. auch c. acc., Luc. asin. 38. – 2) sich übermäßig betrüben; Eur. Med. 118; Heracl. 620; τινί, Her. 2, 129.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραλγέω: αἰσθάνομαι ἄλγος διά τι ἢ ἐξ αἰτίας τινός, ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν, θλιβόμενος διὰ τὴν ἀποτυχίαν τοῦ γάμου του, Σοφ. Ἀντ. 630, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 885, Ἱππόλ. 260, Ἀριστοφ. Ὄρν. 466. 2) θλίβομαι καθ’ ὑπερβολήν· τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 129, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 17· ἐπί τινι Λουκ. Ὄνος 38· - ἀπολ., Εὐρ. Μήδ. 118· ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· ὑπ. φροντίδα, θλίβομαι τὸν νοῦν, τὴν ψυχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 619.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 (ὑπέρ au-dessus) s’affliger extrêmement, se désoler : τινι, ἐπί τινι de qch;
2 (ὑπέρ pour) s’affliger au sujet de : τινος s’affliger de qch.
Étymologie: ὑπέρ, ἀλγέω.
Greek Monotonic
ὑπερᾰλγέω: μέλ. -ήσω,
1. νιώθω πόνο για ή εξαιτίας, τινός, σε Σοφ., Ευρ.
2. θλίβομαι υπερβολικά, τινί για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραλγέω: 1) чрезмерно или глубоко сокрушаться: ὑ. τινι Her. и ἐπί τινι Luc. тяжело скорбеть о ком(чем)-л.; ὑ. ἀλγοῦντι Arst. выражать скорбящему преувеличенное сострадание; μὴ ὑπαράλγει φροντίδα λύπᾳ Eur. не предавайся столь страшному отчаянию;
2) сокрушаться по (какому-л.) поводу: ὑ. τινος Soph., Eur., Arph. сокрушаться из-за кого(чего)-л.