ὑποταράσσω: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτᾰράσσω:''' συνηρ. -[[θράσσω]], Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>· [[αναταράζω]], [[ταράζω]] από [[κάτω]] ή [[λιγάκι]], σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑποτᾰράσσω:''' συνηρ. -[[θράσσω]], Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>· [[αναταράζω]], [[ταράζω]] από [[κάτω]] ή [[λιγάκι]], σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτᾰράσσω:''' атт. ὑποτᾰράττω, стяж. [[ὑποθράττω]] приводить в некоторое замешательство, немного смущать, тревожить (τινά Arph.): ὑπεταράχθη πρὸς τὸ [[αἰφνίδιον]] Luc. он испугался от неожиданности. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
contr. ὑποθράσσω, Att. ὑποταράττω:—
A stir up, trouble, Ar.V. 1285, Plu.Fab.2, etc.:—Pass., κοιλίη . . ὑπεταράχθη f.l. in Hp.Epid.1.26. έ; ὑ. πρός τι to be somewhat troubled at... Luc.DMort.7.2. 2 ὑ. τι cause some trouble, D.C.39.56, cf. 79.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτᾰράσσω: συγκ. -θράσσω, Ἀττ. - ττω· μέλλ. -ξω. - Ταράττω κάτωθεν ἢ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Σφ. 1285, Πλουτ. Φάβ. 2, κλπ. - Παθ., ὑπεταράχθη ἡ κοιλίη Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 979· ταράττομαι ὀλίγον, ὑπεταράχθην πρὸς τὸ αἰφνίδιον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2. 2) ἐμποιῶ, προξενῶ μικράν τινα ταραχήν, διαδρὰς ἐκ τῆς Ρώμης ὑπετάραττέ τι Δίων Κάσσ. 39. 56., 79. 4. - Πρβλ. ὑποθολόω.
French (Bailly abrégé)
1 troubler en dessous, au fond;
2 fig. effrayer un peu ; Pass. s’effrayer un peu, s’alarmer un peu : πρός τι de qch.
Étymologie: ὑπό, ταράσσω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. ὑποθράττω Α ταράσσω / ταράττω]
ταράζω, ενοχλώ (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ.
β. «ἡνίκα Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑποτᾰράσσω: συνηρ. -θράσσω, Αττ. -ττω· μέλ. -ξω· αναταράζω, ταράζω από κάτω ή λιγάκι, σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτᾰράσσω: атт. ὑποτᾰράττω, стяж. ὑποθράττω приводить в некоторое замешательство, немного смущать, тревожить (τινά Arph.): ὑπεταράχθη πρὸς τὸ αἰφνίδιον Luc. он испугался от неожиданности.