ὑφεῖσα: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑφεῖσα:''' Ιων. ὑπ-εῖσα (βλ. [[ἵζω]] I), τοποθέτησα από [[κάτω]] ή [[κρυφά]], [[ὑπείσας]] ἄνδρας, έχοντας τοποθετήσει τους άνδρες σε [[ενέδρα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑφεῖσα:''' Ιων. ὑπ-εῖσα (βλ. [[ἵζω]] I), τοποθέτησα από [[κάτω]] ή [[κρυφά]], [[ὑπείσας]] ἄνδρας, έχοντας τοποθετήσει τους άνδρες σε [[ενέδρα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑφεῖσα:''' ион. [[ὑπεῖσα]] - v. l. [[ὑπίσα]] (только в форме aor. 1) расположить в засаде (ἄνδρας Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. ὕπεισα,
A I placed under or secretly, ὑπείσας ἄνδρας (Ion. part.) having set them in ambush, Hdt.3.126, cf. 6.103; λόχον ὑφείσας Nic.Dam.55J.: but as (ὑφ-) εἷσα is the augmented aor. of ἑδ- (cf. καθίζω, Att. fut. καθέσω), the part. must be unaugmented, and ὑπέσας, ὑπέσαντες shd. be restored in Hdt. ll. cc., and either ὑφέσας or the later form ὑφίσας [ῐ] (cf. ὑφίζω) in Nic.Dam.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφεῖσα: Ἰων. ὑπεῖσα, ἐτοποθέτησα κρυφίως, ὑπείσας ἄνδρας (Ἰων. μετοχ.), τοποθετήσας ἄνδρας εἰς ἐνέδραν, Ἡρόδ. 3. 126., 6. 103, πρβλ. Νικ. Δαμασκ. 56 (Fr. Hist. Müll. 3. 390)· ― πρβλ. ὕφημαι, καὶ περὶ τῆς σημ. ἴδε ὑφίστημι ΙΙ. 2. ― Ἀλλ’ ὁ Cobet V. LL 88, παραβάλλων τὰ κάτισον, κατίσας παρ’ Ἡροδ. 1. 89, 88, προτείνει ὑπίσας ἐκ τοῦ ὑφίζω:
Greek Monotonic
ὑφεῖσα: Ιων. ὑπ-εῖσα (βλ. ἵζω I), τοποθέτησα από κάτω ή κρυφά, ὑπείσας ἄνδρας, έχοντας τοποθετήσει τους άνδρες σε ενέδρα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑφεῖσα: ион. ὑπεῖσα - v. l. ὑπίσα (только в форме aor. 1) расположить в засаде (ἄνδρας Her.).