φθοροποιός: Difference between revisions
(45) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -ό / [[φθοροποιός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν<br />αυτός που προξενεί [[φθορά]], [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[διακοπή]] της κύησης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |mltxt=-ά, -ό / [[φθοροποιός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν<br />αυτός που προξενεί [[φθορά]], [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[διακοπή]] της κύησης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθοροποιός:''' причиняющий порчу, губительный (νόσων [[αἰτία]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:52, 1 January 2019
English (LSJ)
όν,
A causing destruction, Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196; δύναμις Ph.2.96; πάθος Simp. in Cael.436.26: c. gen., Ph.2.327, al.; τῶν ζῴων Gp.2.27.5; μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr.414. 2 abortifacient, Ps.-Dsc.1.1.
German (Pape)
[Seite 1273] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φθοροποιός: -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui corrompt ou détruit, pernicieux.
Étymologie: φθορά, ποιέω.
Spanish
Greek Monolingual
-ά, -ό / φθοροποιός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν
αυτός που προξενεί φθορά, βλαπτικός, καταστρεπτικός
μσν.
αυτός που προκαλεί διακοπή της κύησης
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + -ποιός].
Russian (Dvoretsky)
φθοροποιός: причиняющий порчу, губительный (νόσων αἰτία Plut.).