χλίδημα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλίδημα:''' τό, = [[χλιδή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''χλίδημα:''' τό, = [[χλιδή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλίδημα:''' ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδημα Medium diacritics: χλίδημα Low diacritics: χλίδημα Capitals: ΧΛΙΔΗΜΑ
Transliteration A: chlídēma Transliteration B: chlidēma Transliteration C: chlidima Beta Code: xli/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = χλιδή, E.IA74.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, = χλιδή, Eur. I. A. 74.

Greek (Liddell-Scott)

χλίδημα: τό, = χλιδή, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 74.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
parure, luxe.
Étymologie: χλιδάω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -η-μα].

Greek Monotonic

χλίδημα: τό, = χλιδή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλίδημα: ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).