χοροστασία: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χοροστᾰσία:''' ποιητ. —ίη, ἡ ([[ἵστημι]]), [[σύσταση]] χορού· γενικά, [[χορός]], όρχηση, σε Ανθ. | |lsmtext='''χοροστᾰσία:''' ποιητ. —ίη, ἡ ([[ἵστημι]]), [[σύσταση]] χορού· γενικά, [[χορός]], όρχηση, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χοροστᾰσία:''' ἡ хороводная пляска, хоровод Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
poet. χοροστασίη, ἡ,
A institution of choruses: generally, chorus, dance, AP.7.613.6 (Diog.), 9.603 (Antip.): pl., Call.Lav.Pall.66, IG14.1389 i 58.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Anstellen von Chören u. Reigentänzen, die damit begangene Feier, übh. Tanz, Reigen; oft in der Anth.: χοροστασίης ἔργα Antp. χοροστασίην ἄγειν Leontius 6 (Plan. 284).
Greek (Liddell-Scott)
χοροστᾰσία: ἡ, σύστασις χορῶν· καθόλου, χορός, ὄρχησις, Ἀνθ. Παλατ. 7. 613., 9. 603· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 66, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Β. 58. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
formation de chœurs ; chœur, danse.
Étymologie: χοροστάτης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α χοροστάτης
1. η σύσταση και η εκτέλεση χορού
2. (κατ' επέκτ.) χορός
νεοελλ.
εκκλ. η παρουσία αρχιερέα στη θεία λειτουργία.
Greek Monotonic
χοροστᾰσία: ποιητ. —ίη, ἡ (ἵστημι), σύσταση χορού· γενικά, χορός, όρχηση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χοροστᾰσία: ἡ хороводная пляска, хоровод Anth.