χήμη: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] σαν το [[στόμα]] που χασμουριέται<br /><b>2.</b> δίθυρο [[μαλάκιο]]<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χη</i>- του ρ. [[χαίνω]] /[[χάσκω]] (για τον φωνηεντισμό <b>βλ. λ.</b> [[χάσκω]]) με κατάλ. -<i>μη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κώ</i>-<i>μη</i>, <i>ῥύ</i>-<i>μη</i> (για τη [[σχέση]] της λ. με το ρ. [[χαίνω]], <b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> [[χήμη]]<br />[[χάσμη]], <i>χηραμὶς [[λεία]])].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] σαν το [[στόμα]] που χασμουριέται<br /><b>2.</b> δίθυρο [[μαλάκιο]]<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χη</i>- του ρ. [[χαίνω]] /[[χάσκω]] (για τον φωνηεντισμό <b>βλ. λ.</b> [[χάσκω]]) με κατάλ. -<i>μη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κώ</i>-<i>μη</i>, <i>ῥύ</i>-<i>μη</i> (για τη [[σχέση]] της λ. με το ρ. [[χαίνω]], <b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> [[χήμη]]<br />[[χάσμη]], <i>χηραμὶς [[λεία]])].
}}
{{elru
|elrutext='''χήμη:''' ἡ сердцевик (моллюск) Arst.
}}
}}

Revision as of 06:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήμη Medium diacritics: χήμη Low diacritics: χήμη Capitals: ΧΗΜΗ
Transliteration A: chḗmē Transliteration B: chēmē Transliteration C: chimi Beta Code: xh/mh

English (LSJ)

ἡ, (χάσκω)

   A yawning, gaping, Hsch.    II clam, Philyll. 13, Arist.HA547b13, Ael.NA15.12; χ. τραχεῖαι, λεῖαι, PCair.Zen. 82.12 (iii B. C.), cf. Xenocr.Aq.31.    2 measure, Hp.Mul.1.75, 78: there were larger and smaller kinds, Cleopatra ap.Gal.19.769.

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, 1) das Gähnen, Maulaufsperren. – Dah. die Gienmuschel, mit zwei klaffenden Schaalen, chama, Arist. H. A. 5, 15 Ael. H. A. 15, 12 u. A. – 2) ein Maaß von drei, u. ein kleineres von zwei Drachmen, Hippocr.; vgl. Lob. Phryn. 387.

Greek (Liddell-Scott)

χήμη: ἡ, (√ΧΑ, χάσκω) τὸ χαίνειν, χάσκειν· χάσμη, «χήμη· χηραμίς. ☥λεία» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος κογχύλης, «χηβάδας» κληθείσης οὕτως ἐκ τοῦ χαίνοντος ὀστράκου αὐτῆς, Λατ. chama, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 12, Ξενοκρ. 9. 16, 37, 38, 43, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν σελ. 116, 117, 145, κτλ. 2) μέτρον ἔχον περίπου τὴν χωρητικότητα τοῦ ὀστράκου τῆς χήμης (πρβλ. κόγχη), Ἱππ. 621. 42., 625. 31· ὑπῆρχον δύο εἴδη, μεῖζον καὶ ἔλασσον, πρβλ. Γαλην. 19. 763. - Ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 387.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
came, sorte de coquillage.
Étymologie: χαίνω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. άνοιγμα σαν το στόμα που χασμουριέται
2. δίθυρο μαλάκιο
3. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χη- του ρ. χαίνω /χάσκω (για τον φωνηεντισμό βλ. λ. χάσκω) με κατάλ. -μη, πρβλ. κώ-μη, ῥύ-μη (για τη σχέση της λ. με το ρ. χαίνω, πρβλ. το ερμήνευμα του Ησύχ. χήμη
χάσμη, χηραμὶς λεία)].

Russian (Dvoretsky)

χήμη: ἡ сердцевик (моллюск) Arst.