χερσόθεν: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χερσόθεν:''' επίρρ. ([[χέρσος]])·<br /><b class="num">I.</b> από την γη, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> από την [[ξηρά]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''χερσόθεν:''' επίρρ. ([[χέρσος]])·<br /><b class="num">I.</b> από την γη, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> από την [[ξηρά]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χερσόθεν:''' adv. от (с) суши, от берега (χ. ἀπὸ δενδρέων Pind.; χ. ἐς πόντον Eur.): ἐξορᾶσθαι χ. Eur. виднеться с берега.
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1351] adv., vom festen Lande, vom Ufer her; Pind. Ol. 2, 80; Eur. Heracl. 430.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια χερσόθεν μόλις Εὐρ. Ἑλ. 1269· εἶτα χερσόθεν πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕδωρ, Πινδ. Ο. 2. 131.

French (Bailly abrégé)

adv.
de la terre ferme.
Étymologie: χέρσος, -θεν.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. από τη στεριά, από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -ο-θεν (πρβλ. ἀγρό-θεν, μακρό-θεν)].

Greek Monotonic

χερσόθεν: επίρρ. (χέρσος
I. από την γη, σε Ευρ.
II. από την ξηρά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χερσόθεν: adv. от (с) суши, от берега (χ. ἀπὸ δενδρέων Pind.; χ. ἐς πόντον Eur.): ἐξορᾶσθαι χ. Eur. виднеться с берега.