χρυσοχάλινος: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοχάλῑνος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χρυσό [[χαλινάρι]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |lsmtext='''χρῡσοχάλῑνος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χρυσό [[χαλινάρι]], σε Ηρόδ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοχάλῑνος:''' (ᾰ) с золотой или с золоченой уздечкой ([[ἵππος]] Her., Xen., Plut.): χ. [[πάταγος]] Arph. звякание золотой уздечки; χ. [[δρόμος]] ἠελίοιο Anth. путь, совершаемый солнцем на златосбруйных конях. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with goldstudded bridle, ἵππος Hdt.9.20, X.Cyr.1.3.3, etc.; χ. πάταγον ψαλίων Ar.Pax 155 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1383] mit goldenem Zaume, Zügel; Ar. Pax 155; sp. D., ἡλίου δρόμος Pompej. 2 (VII, 219); ἵππος Xen. An. 1, 2,27 Cyr. 1, 3,3; Plut. Crass. 31.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοχάλῑνος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων χαλινὸν χρυσοποίκιλτον, ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν Περσῶν, Ἡρόδ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, κλπ· πάταγος ψαλίων χρυσοχάλινος Ἀριστοφ. Εἰρ 155, ὡσαύτως χρυσοχαλίνωτος, ον, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σελ. 115· 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à frein d’or.
Étymologie: χρυσός, χαλινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χρυσά ή χρυσοστόλιστα χαλινάρια (α. «ἅρμα χρυσοχάλινον», ΠΔ
β. «ἵππον... χρυσοχάλινον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χάλινος (< χαλινός), πρβλ. ἀργυρο-χάλινος].
Greek Monotonic
χρῡσοχάλῑνος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χρυσό χαλινάρι, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοχάλῑνος: (ᾰ) с золотой или с золоченой уздечкой (ἵππος Her., Xen., Plut.): χ. πάταγος Arph. звякание золотой уздечки; χ. δρόμος ἠελίοιο Anth. путь, совершаемый солнцем на златосбруйных конях.