ψυχοσσόος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψῡχοσσόος:''' -ον, αυτός που σώζει την [[ψυχή]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ψῡχοσσόος:''' -ον, αυτός που σώζει την [[ψυχή]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψῠχοσσόος:''' сохраняющий жизнь ([[ἄλκαρ]], [[ἄνθος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A saving the soul, AP9.197 (Marin.Neap.), 15.12 (Leo Phil.).
German (Pape)
[Seite 1404] die Seele, das Leben rettend, erhaltend; ἄλκαι Ep. ad. 594 (IX, 197); ἄνθος Leo philos. (XV, 12).
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοσσόος: -ον, ὁ σώζων τὴν ψυχήν, ψυχοσσόον ἄλκαρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 197, 15. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sauve ou conserve la vie.
Étymologie: ψυχή, σόος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που σώζει την ψυχή, που διατηρεί την ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -σσόος (< σόος, επικ. τ. του επιθ. σῶος
«ασφαλής»), πρβλ. πολι-σσόος].
Greek Monotonic
ψῡχοσσόος: -ον, αυτός που σώζει την ψυχή, σε Ανθ.