διακουφίζω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(9) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διακουφίζω]] (Α) [[κουφίζω]]<br />(για επιδημική νόσο) [[γίνομαι]] προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος. | |mltxt=[[διακουφίζω]] (Α) [[κουφίζω]]<br />(για επιδημική νόσο) [[γίνομαι]] προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-κουφίζω intrans. lichter worden, afnemen:. σμικρὰ κουφίζοντες (koorts) die een beetje afneemt Hp. Epid. 1.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
intr.,
A become lighter for an interval, remit, σμικρὰ δ. Hp.Epid.1.7. 2 trans., relieve, σπλῆνα Ruf. ap. Orib.45.30.69.
German (Pape)
[Seite 583] erleichtern; – von Krankheiten, nachlassen, gelindert werden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διακουφίζω: προσκαίρως γίνομαι ἐλαφρότερος, χαλαροῦμαι (περὶ νόσων), Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
Spanish (DGE)
medic.
1 disminuir, remitir ligera o temporalmente (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.Epid.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.
2 tr. mejorar, aliviar τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.Syn.1.18.
Greek Monolingual
διακουφίζω (Α) κουφίζω
(για επιδημική νόσο) γίνομαι προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κουφίζω intrans. lichter worden, afnemen:. σμικρὰ κουφίζοντες (koorts) die een beetje afneemt Hp. Epid. 1.7.