καλλίζωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
(2b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλλίζωνος:''' красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).
|elrutext='''καλλίζωνος:''' красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.
}}
}}

Revision as of 06:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίζωνος Medium diacritics: καλλίζωνος Low diacritics: καλλίζωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: kallízōnos Transliteration B: kallizōnos Transliteration C: kallizonos Beta Code: kalli/zwnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.

English (Autenrieth)

with beautiful girdles. (See cut No. 44.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, εύ-ζωνος].

Greek Monotonic

καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίζωνος: красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.