κάλτιος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κάλτιος:''' ὁ (лат. [[calceus]]) (римская) обувь Plut.
|elrutext='''κάλτιος:''' ὁ (лат. [[calceus]]) (римская) обувь Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=κάλτιος -ου, ὁ [Lat. calceus] schoen.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλτιος Medium diacritics: κάλτιος Low diacritics: κάλτιος Capitals: ΚΑΛΤΙΟΣ
Transliteration A: káltios Transliteration B: kaltios Transliteration C: kaltios Beta Code: ka/ltios

English (LSJ)

ὁ, Sicil. form of Lat.

   A calceus, shoe, Rhinth.5, Plu.Aem.5, 2.813e, Edict.Diocl.9.7:—κάλτοι· ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι, Hsch.:—καλίκιοι, Plb.30.18.3 codd.:—κάλσιοι, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1314] = καλίκιος, Rhinth. bei Poll. 7, 90; B. A. 101 erkl. τὸ ὑπόδημα, es ist der eigentlich griechische Ausdruck für die röm. Fußbedeckung. – Die Form καλτίκιος, die sich einige Male bei Plut. findet, ist verderbt, vgl. Aem. P. 5 Pomp. 24.

Greek (Liddell-Scott)

κάλτιος: ὁ, Σικελικὸς τύπος τοῦ calceus, εἶδος ὑποδήματος, Ρίνθων παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 90, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 5., 2. 813Ε· ― παρὰ Πολυβ. 30. 16, 3, ἔχομεν τὸν ἀμφίβολον τύπον καλίκιοι· καὶ παρὰ Πλουτ. 2. 465Α, καλτίκιοι. Τὸ κυρίως Ἑλληνικὸν ὄνομα τοῦ εἴδους τούτου τοῦ ὑποδήματος ἦτο ὑπόδημα κοῖλον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάλτοι· ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. καλτίκιος.

Greek Monolingual

κάλτιος, ὁ (Α)
είδος κοίλου υποδήματος τών Ρωμαίων, κατόπιν και τών Βυζαντινών, που αποτελούσε την απαραίτητη εθνική υπόδηση κάθε Ρωμαίου πολίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σικελικής προελεύσεως < λατ. calceus < calx, calcis «φτέρνα»].

Greek Monotonic

κάλτιος: ὁ, Σικελικός τύπος του Λατ. calceus, υπόδημα, παπούτσι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κάλτιος: ὁ (лат. calceus) (римская) обувь Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλτιος -ου, ὁ [Lat. calceus] schoen.