κακόνους: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(18)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-oυν (AM [[κακόνους]], -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)<br />αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[εχθρικός]], [[δυσμενής]] («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακονόως</i> και <i>κακόνως</i> (Α)<br />με [[δυσμένεια]], εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[υγρό]]-[[νους]], <i>φαιδρό</i>-[[νους]]].
|mltxt=-oυν (AM [[κακόνους]], -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)<br />αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[εχθρικός]], [[δυσμενής]] («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακονόως</i> και <i>κακόνως</i> (Α)<br />με [[δυσμένεια]], εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[υγρό]]-[[νους]], <i>φαιδρό</i>-[[νους]]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόνοος.

Greek Monolingual

-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρό-νους, φαιδρό-νους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.