κελευσμός: Difference between revisions
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κελευσμός:''' ὁ Eur. = [[κέλευσμα]] 1. | |elrutext='''κελευσμός:''' ὁ Eur. = [[κέλευσμα]] 1. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κελευσμός -οῦ, ὁ [κελεύω] bevel. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A order, command, E.IA1130, Cyc.653 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1415] ὁ, das Befehlen, der Befehl, οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ Eur. I. A. 1130, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμός: ὁ, πρόσταγμα, παραγγελία, παράγγελμα, παρόρμησις, Εὐρ. Ι. Α. 1130, Κύκλ. 653.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ordre, commandement.
Étymologie: κελεύω.
Greek Monolingual
κελευσμός, ὁ (Α)
πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῡ δεῑ με», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα.
Greek Monotonic
κελευσμός: ὁ (κελεύω), διαταγή, προσταγή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κελευσμός: ὁ Eur. = κέλευσμα 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευσμός -οῦ, ὁ [κελεύω] bevel.