κλήδην: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλήδην:''' adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.). | |elrutext='''κλήδην:''' adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλήδην [καλέω] adv., bij naam. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (καλέω)
A by name, Il.9.11.
German (Pape)
[Seite 1450] namentlich, mit Namen, Il. 9, 11 κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον.
Greek (Liddell-Scott)
κλήδην: Ἐπιρρ. (καλέω) κατ’ ὄνομα, ὡσαύτως ὀνομακλήδην, Ἰλ. Ι. 11.
French (Bailly abrégé)
adv.
nominativement.
Étymologie: R. Καλ > Κλη, appeler, -δην.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐ-κλή-θην, παθ. αόρ. του καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας kalē-, στην οποία ανάγεται το καλῶ].
Greek Monotonic
κλήδην: επίρρ. (καλέω) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κλήδην: adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλήδην [καλέω] adv., bij naam.