Κρονίδης: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Κρονίδης:''' дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. [[βύθιος]] - см. [[βύθιος]]. | |elrutext='''Κρονίδης:''' дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. [[βύθιος]] - см. [[βύθιος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, Patron.,
A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al. II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.
English (Autenrieth)
son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.
Greek Monolingual
Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].
Greek Monotonic
Κρονίδης: [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Κρονίδης: дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. βύθιος - см. βύθιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).