κοταίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοταίνω:''' (только praes.) Aesch. = [[κοτέω]]. | |elrutext='''κοταίνω:''' (только praes.) Aesch. = [[κοτέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κοταίνω zie κοτέω. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A = κοτέω, A.Th.485 (lyr.):—also κοτάω, Et.Gud.s.v. ἐνεκότουν.
Greek (Liddell-Scott)
κοταίνω: κοτέω, Αἰσχύλ. Θήβ. 485· ὡσαύτως κοτάω, Bast. εἰς Γρηγ. Κ. 896· κότε, κοτέ, Ἰων. ἀντὶ πότε, ποτέ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. κοτέω.
Greek Monolingual
κοταίνω (Α)
κοτέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος + κατάλ. -αίνω, τ. σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το θυμαίνω].
Greek Monotonic
κοταίνω: = κοτέω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κοταίνω: (только praes.) Aesch. = κοτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοταίνω zie κοτέω.