κωδωνοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κωδωνοφορέω:''' обходить караульные посты с сигнальным колокольчиком: πάντα κωδωνοφορεῖται Arph. все посты проверяются.
|elrutext='''κωδωνοφορέω:''' обходить караульные посты с сигнальным колокольчиком: πάντα κωδωνοφορεῖται Arph. все посты проверяются.
}}
{{elnl
|elnltext=κωδωνοφορέω [κώδων, φέρω] de bel dragen; uitbr. inspecteren.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνοφορέω Medium diacritics: κωδωνοφορέω Low diacritics: κωδωνοφορέω Capitals: ΚΩΔΩΝΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kōdōnophoréō Transliteration B: kōdōnophoreō Transliteration C: kodonoforeo Beta Code: kwdwnofore/w

English (LSJ)

   A carry the bell round, inspect sentinels, Ar.Av.842, Nicopho 26, D.C.54.4:—Pass., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται Ar.Av.1160.    2 of a ship, carry a bell, Philostr.VA3.57.    II Pass., of a king, to be attended by men with bells, Str.15.1.58.

German (Pape)

[Seite 1541] Glocken od. Schellen tragen, wie die Runde, welche die Nachtwachen untersuchte (vgl. κώδων); Ar. Av. 842 u. 1160, wo πάντα φυλάττεται κύκλῳ, ἐφοδεύεται, κωδωνοφορεῖται vrbdn ist; Sp., wie D. C. 54, 4. – Strab. XV, 712 abdt τοὺς βασιλέας κωδωνοφορεῖσθαι καὶ τυμπανίζεσθαι κατὰ τὰς ἐξόδους, sie lassen sich Schellen od. Trompeten vortragen u. vorspielen.

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνοφορέω: περιφέρω τὸν κώδωνα, ἐπιθεωρῶ τοὺς φρουρούς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 842, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 7, Δίων Κ. 54. 4 (πρβλ. κώδων). ― Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, πανταχοῦκώδων περιφέρεται, δηλ. οἱ φρουροὶ ἐπιθεωροῦνται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1160. ΙΙ. ἐπὶ βασιλέως ὑπηρετουμένου ὑπὸ ἀνθρώπων φερόντων κώδωνας, Στράβ. 712.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la ronde avec des clochettes;
Moy. κωδωνοφορέομαι-οῦμαι se faire accompagner de gens porteurs de cloches ou de trompettes.
Étymologie: κώδων, φέρω.

Greek Monotonic

κωδωνοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω κουδούνι, επισκέπτομαι τις σκοπιές, σε Αριστοφ. — Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, περιφέρεται το κουδούνι παντού, δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κωδωνοφορέω: обходить караульные посты с сигнальным колокольчиком: πάντα κωδωνοφορεῖται Arph. все посты проверяются.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωδωνοφορέω [κώδων, φέρω] de bel dragen; uitbr. inspecteren.