παλίμπαις: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλίμπαις:''' παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.). | |elrutext='''πᾰλίμπαις:''' παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παλίμπαις -παιδος, ὁ, ἡ [πάλιν, παῖς] opnieuw kind: spreekw.: παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι oude mensen worden weer kinderen Luc. 61.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 1 January 2019
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ,
A again a child, Luc.Sat.9.
German (Pape)
[Seite 448] παιδος, wieder, zum zweiten Male Kind, παροιμία, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γενέσθαι, Luc. Saturn. 9.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, πάλιν παῖς, οὕτω γὰρ ἂν τὴν παροιμίαν ἐπαληθεύσαιμι, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι Λουκ. τὰ πρὸς Κρόνον 9.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
qui retombe en enfance.
Étymologie: πάλιν, παῖς.
Greek Monolingual
ο, η (Α παλίμπαις, -αιδος)
(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική άποψη, έγινε ξανά παιδί, που ξαναμωράθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + παῖς.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμπαις: παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμπαις -παιδος, ὁ, ἡ [πάλιν, παῖς] opnieuw kind: spreekw.: παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι oude mensen worden weer kinderen Luc. 61.9.