παρασχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρασχίζω:''' рассекать, разрезывать сбоку (παρὰ τὴν λαπάρην Her.; τὸ [[σῶμα]] Diod.).
|elrutext='''παρασχίζω:''' рассекать, разрезывать сбоку (παρὰ τὴν λαπάρην Her.; τὸ [[σῶμα]] Diod.).
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-σχίζω (aan de zijkant) opensnijden.
}}
}}

Revision as of 07:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασχίζω Medium diacritics: παρασχίζω Low diacritics: παρασχίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: paraschízō Transliteration B: paraschizō Transliteration C: paraschizo Beta Code: parasxi/zw

English (LSJ)

   A rip up lengthwise, slit up, π. παρὰ τὴν λαπάρην Hdt.2.86 ; open fish, Alex.133.4 :—Pass., τὸ παρεσχισμένον σῶμα D.S.1.91 ; ἱμάτια παρεσχισμένα παρὰ μῆκος Polyaen. 6.49.

German (Pape)

[Seite 501] daneben, an der Seite spalten, hauen, aufschlitzen; λίθῳ ὀξέϊ παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην, Her. 2, 86; bes. von Fischen, Epicharm. bei Ath. VII, 309 f, vgl. Alexis ib. 322 d; Sp., wie Ael. H. A. 17, 31, τῶν ὀΐων παρασχίσαντες τὴν πλευράν.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχίζω: σχίζω κατὰ μῆκος, παρ. παρὰ τὴν λαπάρην Ἡρόδ. 2. 86· ἀνοίγω ἰχθύν, σχίζω τὴν κοιλίαν του, Ἐπίχ. 82. 5. Ahr., Ἄλεξ. ἐν «Λευκ.» 1· π. τὸ σῶμα Διόδ. 1. 91. - Μέσ., π. ἱμάτια παρὰ μῆκος Πολύαιν. 6. 49.

French (Bailly abrégé)

1 fendre sur le côté;
2 faire une incision auprès de, acc..
Étymologie: παρά, σχίζω.

Greek Monolingual

Α
1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.)
2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ.
β. «ἱμάτια κατά μήκος παρασχιζόμενα», Πολύαιν.).

Greek Monotonic

παρασχίζω: μέλ. -σω, σχίζω κατά μήκος, ξεσχίζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρασχίζω: рассекать, разрезывать сбоку (παρὰ τὴν λαπάρην Her.; τὸ σῶμα Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σχίζω (aan de zijkant) opensnijden.