παράστρεμμα: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[παραστρέφω]]<br />(σχετικά με [[παράλυση]] του προσώπου) [[διαστροφή]], «[[στράβωμα]]». | |mltxt=τὸ, Α [[παραστρέφω]]<br />(σχετικά με [[παράλυση]] του προσώπου) [[διαστροφή]], «[[στράβωμα]]». | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράστρεμμα -ατος, τό [παραστρέφω] vervorming, distorsie. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A distortion, of facial paralysis, Hp.Prorrh. 2.38 (pl.).
German (Pape)
[Seite 500] τό, verdrehter Theil, verrenktes Glied, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράστρεμμα: τό, διαστροφή, Ἱππ. Προρρ. 111.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραστρέφω
(σχετικά με παράλυση του προσώπου) διαστροφή, «στράβωμα».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράστρεμμα -ατος, τό [παραστρέφω] vervorming, distorsie.