Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πόδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(33)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[πους]], <i>ποδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πόδας]] ιστίου, [[σκότα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]], [[στύλος]] αγγείου<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> η πρώτη [[σειρά]] τών καθισμάτων [[γύρω]] από την [[κονίστρα]] του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[πους]], <i>ποδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πόδας]] ιστίου, [[σκότα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]], [[στύλος]] αγγείου<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> η πρώτη [[σειρά]] τών καθισμάτων [[γύρω]] από την [[κονίστρα]] του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.
}}
{{elnl
|elnltext=πόδιον -ου, τό [πούς] voetje.
}}
}}

Revision as of 08:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόδιον Medium diacritics: πόδιον Low diacritics: πόδιον Capitals: ΠΟΔΙΟΝ
Transliteration A: pódion Transliteration B: podion Transliteration C: podion Beta Code: po/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πούς, Epich.57, Hp.Epid.7.52;

   A foot of a vase, BGU781i15 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 643] τό, 1) dim. von πούς; Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. u. Folgde. – 2) = ποδεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

πόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πούς, Ἐπίχ. 27 Αhr.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πους, ποδός]]
μσν.
πόδας ιστίου, σκότα
αρχ.
1. βάση, στύλος αγγείου
2. αρχιτ. η πρώτη σειρά τών καθισμάτων γύρω από την κονίστρα του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόδιον -ου, τό [πούς] voetje.